The Dark Chronicles

The Dark Chronicles

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Τα σκοτεινά χρονικά



                              

                                                                                        

                                        Τα Σκοτεινά Χρονικά





                                   Κεφάλαιο πρώτο



    Ο Λάθιεν έριξε λίγο χώμα πάνω στην φωτιά, που από ώρα είχε σβήσει για να καλύψει τα ίχνη του. Σηκώθηκε όρθιος και φόρεσε το βαρύ του πανωφόρι, έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και αφού βεβαιώθηκε ότι όλα είναι εντάξει ανέβηκε στο άλογό του και βγήκε από το μικρό ξέφωτο που είχε βρει καταφύγιο το προηγούμενο βράδυ. Ακολούθησε το στενό ορεινό μονοπάτι που οδηγούσε ψηλότερα προς το πέρασμα των δίδυμων πύργων, εκεί που οι ψηλές κορυφές των βουνών της ομίχλης σχημάτιζαν μια σκοτεινή στοά η οποία προχωρούσε για περίπου ένα μίλι μέχρι να βγει στην απέναντι μεριά των βουνών. Μέχρι το μεσημέρι ο Λάθιεν κατάφερε και έφτασε στην μικρή ορεινή διασταύρωση που κάποτε χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι του βορρά για να μεταφέρουν από τις πλούσιες πεδιάδες του Ντόρινάι τρόφιμα, ρούχα, οπλισμό και διάφορες πρώτες ύλες που χρειάζονταν για την επιβίωση τους στον παγωμένο κόσμο του Νάρνορεθ (Βορράς). Οι δρόμοι και από τις τέσσερεις μεριές του ορίζοντα ήταν πλέον έρημοι σχεδόν κατεστραμμένοι καθώς κανείς πια δεν τους χρησιμοποιούσε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι του Βορρά θέλοντας να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο και να εκμεταλλευτούν την μικρή διάρκεια του καλοκαιριού έχτισαν στις νότιες περιοχές και τα φιόρδ του βασιλείου της Ίσιγκραντ μεγάλες πόλεις και λιμάνια και το εμπόριο πλέον γίνονταν κυρίως στην Άσταρ και την Σίραντορ τις μεγαλύτερες παραθαλάσσιες πόλεις.

 Οι νότιες περιοχές χρόνο με τον χρόνο γίνονταν μεγαλύτερες και πλουσιότερες καθώς το εμπόριο άνθιζε, άνθρωποι συνέρρεαν από όλες τις περιοχές του παγωμένου βορρά αλλά και από τα υπόλοιπα βασίλεια στα μεγάλα αστικά κέντρα για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και τις οικογένειες τους. Ο Βορράς γρήγορα άλλαξε μορφή και τίποτα δεν θύμιζε πια τον σκοτεινό και βάρβαρο κόσμο που ήταν κάποτε. Το ίδιο έγινε και με τους κατοίκους του Βορρά, οι περισσότεροι άνθρωποι εξευγενίστηκαν καθώς όλο και πιο συχνά έρχονταν σε επαφή με ανθρώπους από άλλους λαούς γνωρίζοντας και πολιτισμούς που μέχρι εκείνη την εποχή ήταν μακρινοί και ταξίδια που έκαναν μέχρι τα πέρατα του κόσμου ως αποτέλεσμα ήταν να αφήσουν πίσω την βάρβαρη ζωή και τα έθιμά τους.

  Ο Λάθιεν έκανε μια στάση στην άκρη του δρόμου σε ένα μικρό πλάτωμα όπου μερικά έλατα σχημάτιζαν μια μικρή καμάρα, για να ξεκουραστεί και να φάει κάτι. Το γεύμα του ήταν λιτό, λίγο παστό κρέας και μερικές γουλιές γλυκό κόκκινο κρασί για να ζεσταθεί. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, ο ήλιος είχε μέρες να φανεί, ήταν διαρκώς κρυμμένος πίσω από τα βαριά γκρίζα σύννεφα που σκέπαζαν απ’ άκρη σε άκρη τον ουρανό, έβγαλε έναν αναστεναγμό, η αλήθεια είναι ότι του έλειπε ήδη ο ζεστός καιρός της πατρίδας του . Ευτυχώς για τον Λάθιεν είχε μέρες να χιονίσει και έτσι κέρδιζε διαρκώς χρόνο, σύμφωνα με μερικούς πρόχειρους υπολογισμούς που έκανε το προηγούμενο βράδυ με αυτό τον καιρό και αν συνέχιζε με αυτό το ρυθμό θα μπορούσε να είναι δυο μέρες νωρίτερα στο ραντεβού που είχε με τον Ρόνταρ. Μάζεψε βιαστικά τα λιγοστά του πράγματα και συνέχισε την πορεία του ακολουθώντας το δυτικό μονοπάτι που οδηγούσε χαμηλά στις παρυφές των βουνών της ομίχλης. Καθώς κατέβαινε στο μονοπάτι το τοπίο άλλαζε, οι γύρω λόφοι γίνονταν απόκρημνοι, γυμνοί από βλάστηση και υψώνονταν μέχρι πάνω σχηματίζοντας μια απότομη χαράδρα. Σε αρκετά σημεία τα τοιχώματα της χαράδρας στένευαν τόσο πολύ που ο Λάθιεν αναγκάστηκε να προχωρήσει πεζός για αρκετά μίλια, ισορροπώντας πολλές φορές στην άκρη του γκρεμού. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσει αρκετά, κάτι που ο Λάθιεν δεν είχε υπολογίσει. Έπρεπε να φτάσει μέχρι την μεγάλη πέτρινη γέφυρα που ένωνε τις όχθες του ποταμού Τούθορ πριν το φως της ημέρας χαθεί μέσα στην κρύα νύχτα του Βορρά. Πήρε μερικές γρήγορες ανάσες και ξεκίνησε με πιο γρήγορο βηματισμό αυτή τη φορά ακολουθώντας το μονοπάτι. Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν ο Λάθιεν κατάφερε και έφτασε στην αρχή της γέφυρας που ένωνε τις όχθες του ποταμού δημιουργώντας ένα ασφαλές πέρασμα πάνω από τα ορμητικά νερά του Τούθορ. Πέρασε βιαστικά προς την απέναντι όχθη, μα δεν σταμάτησε παρόλο που κρύωνε και ήταν αρκετά κουρασμένος από το περπάτημα.
  Τα ορμητικά νερά του ποταμού στροβιλίζονταν και έπεφταν με δύναμη πάνω σε μερικά βράχια που εξείχαν από την επιφάνεια του νερού, μερικά μέτρα μακρύτερα από την γέφυρα. Μικρές σταγόνες δημιουργούσαν μικρά, σχεδόν διάφανα σύννεφα που απλώνονταν σαν ομίχλη σκεπάζοντας την γύρω περιοχή. Ο Λάθιεν ανέβηκε τον μικρό λόφο που υψώνονταν σαν σκιά πάνω από τον ποταμό και λίγο πριν την κορυφή έστριψε απότομα δεξιά βγαίνοντας από τον δρόμο. Συνέχισε την πορεία του μέσα από τα δέντρα και τους ψηλούς φουντωτούς θάμνους μέχρι που βγήκε από την πίσω μεριά του λόφου. Εκεί ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και την άγρια βλάστηση του δάσους υπήρχαν καλά κρυμμένα τα χαλάσματα ενός παλιού στρογγυλού πύργου που κάποτε χρησίμευε ως φρούριο από τους ανθρώπους της πρώτης εποχής. Κατέβηκε από το άλογο του και κατευθύνθηκε προς την μισογκρεμισμένη πύλη. Τίποτα δεν σάλευε τριγύρω εκτός από τον αέρα που φύσαγε παγωμένος σαν νεκρικό χάδι. Με το δεξί του χέρι ο Λάθιεν παραμέρισε τα κλαδιά ενός κισσού που είχε φράξει την είσοδο της πύλης και κατευθύνθηκε αργά και προσεκτικά προς το εσωτερικό του πύργου. Έκανε μερικά βήματα μέχρι που σταμάτησε στο κέντρο περίπου της άδειας αίθουσας. Στάθηκε εκεί ακίνητος και αφουγκράστηκε κρατώντας την αναπνοή του, τίποτα δεν ακουγόταν παρά μόνο οι χτύποι της καρδίας του που σφυροκόπαγε ανάμεσα στο στήθος του. 

‘’Μονάχα το σκοτάδι και η σιωπή βασιλεύουν εδώ μέσα ‘’, σκέφτηκε μα έπρεπε να σιγουρευτεί, στο δάσος της σκοτεινιάς οι θρύλοι έλεγαν πως ανάμεσα στις σκιές των δέντρων παραμόνευαν παράξενα και επικίνδυνα πλάσματα και αν δεν ήσουν αρκετά προσεκτικός το λιγότερο που θα έχανες ήταν η ζωή σου. Έπιασε απαλά την λαβή του σπαθιού του και το τράβηξε μερικά εκατοστά από την θήκη του, περίμενε μερικές στιγμές μέσα στο σκοτάδι κοιτάζοντας την λεπίδα του σπαθιού του η οποία παρέμενε κατάμαυρη, ‘’ Τελικά είναι άδειος και έρημος αυτός ο πύργος ‘’ σιγοψιθύρισε ανακουφισμένος ο Λάθιεν αφήνοντας να βγει η ανάσα που κράταγε μέσα στους πνεύμονες του. Από ένα μικρό σακίδιο που κουβαλούσε πάντα κάτω από το πανωφόρι του έβγαλε μια ολοστρόγγυλη φεγγαρόπετρα που του είχε δώσει σαν δώρο πριν από πολλά χρόνια η Θαράθιελ η βασίλισσα των ξωτικών του μαγεμένου δάσους της Θράνεαρ. Σήκωσε την φεγγαρόπετρα ψηλά, κάτι ψιθύρισε ο Λάθιεν στην γλώσσα των ξωτικών και αμέσως ένα απαλό γαλαζωπό φως βγήκε μέσα από το εσωτερικό της πέτρας και απλώθηκε παντού φωτίζοντας την αίθουσα. Τεράστιοι όγκοι από πέτρες αλλά και σπασμένα ξύλινα δοκάρια που κάποτε συγκρατούσαν την οροφή στην θέση της ήταν σκορπισμένα παντού κάτω στο πάτωμα. Περιεργάστηκε την αίθουσα από άκρη σε άκρη με το βλέμμα του, εκτός από μια υποτυπώδη κάλυψη το παλιό μισογκρεμισμένο φρούριο δεν μπορούσε να του παρέχει την ασφάλεια που επιθυμούσε. Σε περίπτωση που τύχαινε να περνά κάποια μικρή ομάδα από Όρκς από εκεί κοντά αμέσως θα έπιαναν την μυρωδιά του στον αέρα, τότε θα βρίσκονταν σε πολύ μειονεκτική θέση εγκλωβισμένος ανάμεσα στα ερείπια αυτού του αρχαίου πύργου. 

‘’ Χίλιες φορές να ήμουν έξω στο δάσος ‘’ σκέφτηκε ‘’ Παρά να βρίσκομαι εγκλωβισμένος εδώ μέσα ‘’ ξεφύσησε απογοητευμένος. Τούτη εδώ την στιγμή δεν είχε την πολυτέλεια και τον χρόνο να ψάξει μέσα στην νύχτα να βρει ένα πιο ασφαλές καταφύγιο. Το γνώριζε αυτό ο Λάθιεν μα έπρεπε να το ρισκάρει. Στην αρχή σκέφτηκε να φράξει την μισογκρεμισμένη πύλη με τα τεράστια ξύλινα δοκάρια που βρίσκονταν διάσπαρτα στο πάτωμα. Του φάνηκε αρκετά καλή ιδέα, όμως υπήρχε ένα πρόβλημα που έπρεπε να λύσει και αυτό ήταν το βάρος των δοκαριών. Άφησε την φεγγαρόπετρα από το χέρι του και αμέσως αυτή υψώθηκε μερικά πόδια πάνω από το κεφάλι του φωτίζοντας την αίθουσα από ψηλά. Ο Λάθιεν άρχισε να βηματίζει νευρικά ανάμεσα στα χαλάσματα προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο ώστε να μετακινήσει τα ξύλινα δοκάρια ‘’ Μπορώ να χρησιμοποιήσω το άλογο μου ώστε να φέρω τα δοκάρια μέχρι την πύλη ‘’ σκέφτηκε και αμέσως πήγε στα πράγματά του και έβγαλε ένα σχοινί μέσα από ένα μαύρο δερμάτινο σακίδιο. Έδεσε την μια άκρη του σχοινιού γύρω από την τετραγωνισμένη περιφέρεια του δοκαριού και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν θα έβγαινε από την θέση του άρπαξε την άλλη άκρη για την περάσει  γύρω από την ράχη του αλόγου του. Το άλογο φάνηκε να κατάλαβε την πρόθεση του Λάθιεν και μόλις το πλησίασε έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω κουνώντας το κεφάλι του βεβιασμένα πάνω κάτω, ‘’ Καλά, θα το κάνω μόνος μου ‘’ είπε ο Λάθιεν και τύλιξε σφιχτά το σχοινί ανάμεσα στις παλάμες των χεριών του. Τράβηξε απότομα το σχοινί, οι φλέβες στο λαιμό και στα χέρια του πετάχτηκαν προς τα έξω και το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο από την προσπάθειά. Το ξύλινο δοκάρι όμως παρέμεινε την θέση του. ‘’ Να πάρει ‘’ φώναξε δυνατά κοιτώντας με απορία το ξύλινο δοκάρι. Έσφιξε τα δόντια και έβαλε όση δύναμη του είχε απομείνει, μα και αυτή του η προσπάθεια ήταν άκαρπη, το ξύλινο δοκάρι παρέμενε πεισματικά στο έδαφος χωρίς να έχει μετακινηθεί ούτε σπιθαμή. Ο Λάθιεν πέταξε το σχοινί στο πάτωμα εκνευρισμένος κάθισε με την πλάτη στον τοίχο, πονούσαν τα χέρια και τα πόδια του, τα έτριψε απαλά μα ο πόνος δεν έλεγε να φύγει, ήπιε μια γερή γουλιά κρασί και σκεπάστηκε μέχρι το λαιμό με το πανωφόρι του κοιτάζοντας την φωτιά με πρόσωπο κουρασμένο, δεν πρόλαβε να κλείσει τα βλέφαρά του και αμέσως τον πήρε ο ύπνος.

  Με το πρώτο πρωινό φως ο Λάθιεν πετάχτηκε όρθιος, τρομαγμένος. Τράβηξε το σπαθί από την θήκη του και στάθηκε εκεί μέσα στην αίθουσα προσπαθώντας να δει μέσα στο μισοσκόταδο. Με την άκρη του ματιού έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση στα αριστερά του, γύρισε απότομα ‘’ Ποιος είναι εκεί ‘’ φώναξε κραδαίνοντας απειλητικά το σπαθί του.
Έφαγε μερικά αποξηραμένα φρούτα για πρωινό και αφού μάζεψε τα πράγματά του συνέχισε τον δρόμο του μέσα από το δάσος. Ο αέρας σε αυτό το υψόμετρο ήταν υγρός και πνιγερός και ο δρόμος κακοτράχαλος γεμάτος λάσπη. Σε πολλά σημεία πυκνές συστάδες δέντρων σκέπαζαν τον δρόμο αναγκάζοντας τον Λάθιεν να προχωρά σκυφτός ανάμεσα στα χαμηλά κλαδιά των δέντρων. Για μέρες συνέχισε την πορεία του ανάμεσα στους λόφους, κατηφορίζοντας προς τις πεδιάδες της Νούμεθαρ. Τις περισσότερες φορές κατασκήνωνε πρόχειρα στην άκρη του δρόμου βρίσκοντας καταφύγιο ανάμεσα στα δέντρα και τα βράχια. Την όγδοη μέρα βγήκε από το δάσος, γύρω του απλώνονταν λόφοι, γυμνοί από βλάστηση σκεπασμένοι με χιόνι. Ο αέρας σε αυτά τα μέρη φύσαγε από τον Βορρά παγώνοντας τα πάντα. Τα βράδια ο Λάθιεν όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να κοιμηθεί, το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό που στην κυριολεξία πάγωνε ολόκληρος και έτρεμε κάτω από την βαριά του γούνα. 

   Την δέκατη μέρα έκανε δειλά την εμφάνιση του ο ήλιος, αχνοφέγγοντας πίσω από τα γκρίζα σύννεφα. Ο Λάθιεν σταμάτησε στην μέση του δρόμου και σήκωσε προς τα πάνω το κεφάλι του, έκλεισε τα βλέφαρα του χαμογελώντας καθώς οι ακτίνες του ήλιου του χάιδευαν απαλά το πρόσωπό ‘’ Επιτέλους ‘’ ψιθύρισε καθώς μετά από αρκετές μέρες ένιωσε ξανά αυτή την γλυκιά ζεστασιά να απλώνεται και να τον πλημμυρίζει. Μέχρι το μεσημέρι είχε καταφέρει να φτάσει στις σπηλιές του φεγγαριού. Έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή όλες τις σπηλιές και τον γύρω χώρο, δεν βρήκε το παραμικρό ίχνος άγριων ζώων και Όρκς. Επέλεξε μια σπηλιά στην δεξιά πλευρά του λόφου η οποία δεν φαίνονταν από την μεριά του δρόμου καθώς την είσοδο της σπηλιάς κάλυπτε μια μικρή σειρά από ψηλά βράχια. Μάζεψε όσα ξύλα μπόρεσε να βρει και άναψε μια μεγάλη φωτιά ακριβώς στο μέσο της σπηλιάς. Ήταν κουρασμένος και πείναγε σαν λύκος, προτίμησε να πιει λίγο κρασί μπροστά από την φωτιά. Άναψε την πίπα τ